κατημύω

κατημύω
κατημύω (Α)
1. κλίνω προς τα κάτω, πέφτω κάτω (ἔρνεα... κατημύουσιν κλασθέντα ῥίζηθεν», Απολλ. Ρόδ.)
2. μτφ. κάνω κάτι να κλίνει προς τα κάτω, να καταπέσει («κατήμυσαν δ' ἀχέεσσι θυμόν», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἠμύω «κλίνω, γέρνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”